μαέστρος

μαέστρος
ο
1. διευθυντής ορχήστρας ή μουσουργός, μελοποιός, μουσικοσυνθέτης
2. (συνεδκ.) ικανότατος για κάτι, δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maestro].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαέστρος — ο (λ. ιταλ.), μουσικοσυνθέτης ή διευθυντής ορχήστρας: Ο μαέστρος κούνησε την μπαγκέτα του, και η ορχήστρα άρχισε να παίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Σοπέν, Φρειδερίκος Φραγκίσκος — (Chopin). Πολωνός συνθέτης και πιανίστας (Ζελάζοβα Βόλα 1810 Παρίσι 1849). Αποκάλυψε πολύ νωρίς το μουσικό του ταλέντο και άρχισε γρήγορα τη μελέτη του πιάνου του οργάνου της προτίμησης του, στο οποίο κυρίως αφιέρωσε την ιδιοφυΐα του κι έκανε την …   Dictionary of Greek

  • Χίτσκοκ, Άλφρεντ — (Hitchock, 1899 – 1980). Άγγλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε το 1929, με το φιλμ Εκβιασμός και ακολούθησαν οι ταινίες που τον έκαναν διάσημο σε ολόκληρο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων αναφέρουμε τα Τριάντα εννέα βήματα και Η… …   Dictionary of Greek

  • αρχιμουσικός — ο 1. ο διευθυντής ορχήστρας, ο μαέστρος 2. ο διευθυντής φιλαρμονικής ή μπάντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μουσικός. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή εκδ. 1833)] …   Dictionary of Greek

  • μαεστρικός — ή, ό [μαέστρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μαέστρο («μαεστρική δεξιοτεχνία») …   Dictionary of Greek

  • σκηνοθεσία — Το σύνολο διάφορων δραστηριοτήτων, καλλιτεχνικών και τεχνικών, που τείνουν στην πραγμάτωση της δραματικής ατμόσφαιρας ενός θεατρικού κειμένου. Στην κλασική αρχαιότητα και στο μεσαιωνικό θέατρο καθήκοντα σκηνοθέτη ασκούσαν οι συγγραφείς. Από το… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Καμπίν, Ρομπέρ — (Rober Campin, Τουρνέ 1378 – 1444). Φλαμανδός ζωγράφος. Ήταν ένας από τους θεμελιωτές της φλαμανδικής σχολής ζωγραφικής. Πολλοί κριτικοί της τέχνης τον ταύτισαν με τον αγνώστου ονόματος ζωγράφο ο οποίος αναφέρεται ως Μαέστρος (δάσκαλος) της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”